κατάβρεχε

κατάβρεχε
καταβρέχω
drench
pres imperat act 2nd sg
καταβρέχω
drench
imperf ind act 3rd sg (homeric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • καταβρέχω — (AM καταβρέχω) βρέχω κάτι ολοκληρωτικά, μουσκεύω πάρα πολύ («δρῡς ἐν ὕδατι καταβρεχομένη», Θεόφρ.) νεοελλ. βρέχω κάτι σε όλη την επιφάνεια αρχ. 1. (για νερό) κατακλύζω, πλυμμυρίζω 2. φρ. «καταβρέχω σιγᾷ» επικαλύπτω με σιωπή («καύχημα κατάβρεχε… …   Dictionary of Greek

  • καύχημα — και καύκημα, το (ΑΜ καύχημα, Α δωρ. τ. καύχαμα) [καυχώμαι] 1. το αντικείμενο τής καύχησης, αυτό για το οποίο καυχιέται κάποιος, καμάρι (α. «ώ γνήσια τής Ελλάδος τέκνα... καύχημα νέον», Κάλβ. β. «καύχημα ὑμῶν ἐσμεν καθάπερ καὶ ὑμεῑς ἡμῶν», ΚΔ) 2.… …   Dictionary of Greek

  • εθιμικά τραγούδια — Διάφορα δημοτικά τραγούδια που αναφέρονται σε λατρευτικά και άλλα έθιμα. Πολλά από αυτά είναι προχριστιανικά και τα τραγουδούσαν σε διάφορες εποχές του έτους με σκοπό μαγικό, παραδείγματος χάριν για να βοηθήσουν στην ανάπτυξη των καρπών και στην… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”